λισσάς

λισσάς
λισσάς και βοιωτ. τ. λιττάς, -άδος, ἡ (Α) [λισσός]
1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.)
2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῑς ἐχόντων», Πλούτ.)
β) λεία επιτάφια πέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λισσάς — bare fem nom sg λισσά̱ς , λισσός smooth fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδα — λισσάς bare fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδας — λισσάς bare fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδες — λισσάς bare fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδι — λισσάς bare fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδος — λισσάς bare fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάδων — λισσάς bare fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιττάς — λιττάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λισσάς …   Dictionary of Greek

  • οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] …   Dictionary of Greek

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”